πολυχρονιότης

πολυχρονιότης
πολυχρονιότης
long duration
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυχρονιότητα — πολυχρονιότης long duration fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχρονιότητας — πολυχρονιότης long duration fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχρονιότητι — πολυχρονιότης long duration fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχρονιότητος — πολυχρονιότης long duration fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχρονιότητα — η / πολυχρονιότης, ητος, ΝΜΑ [πολυχρόνιος] 1. η ιδιότητα τού πολυχρόνιου, μεγάλο διάστημα χρόνου, μακροχρονιότητα 2. μακρά διάρκεια ζωής, μακροβιότητα αρχ. το να κερδίζει κάτι σε ποιότητα με τον καιρό, όπως το κρασί όταν παλιώνει …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԺԱՄԱՆԱԿԷՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 405 Chronological Sequence: Unknown date գ. πολυχρονίοτης longaevitas, diuturnitas Բազմաժամանակեայ կամ ծեր գոլն. յերկարակեցութիւն. ... *Ալիք մարդոյ՝ ո՛չ սպիտակութիւն, եւ ոչ բազմաժամանակէութիւն. Ճ. ՟Ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”